πυρετός

πυρετός
Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από τη θερμοκρασία της μασχάλης, και ακόμα υψηλότερη, περί τα 5 δέκατα, στον ορθό. Ο π. ονομάζεται συνεχής όταν παραμένει στο ίδιο επίπεδο για αρκετές μέρες, υφέσιμος όταν κυμαίνεται σε διαφορετικά επίπεδα, διαλείπων όταν είναι κυμαινόμενος επιστρέφει και παραμένει για μια ορισμένη περίοδο μέσα στα φυσιολογικά όρια· πυρέτιον ονομάζεται η ακανόνιστη και επίμονη παραμονή της θερμοκρασίας μεταξύ 37 και 38°C. Ο π. μπορεί να εμφανιστεί ύστερα από εγκεφαλικές βλάβες (κρανιακά τραύματα, αγγειακές εγκεφαλοπάθειες κ.ά.), με την επίδραση φαρμάκων και ορμονών (κυανούν του μεθυλενίου, θυροξίνη, αδρεναλίνη κ.ά.), εξαιτίας της εισόδου στην κυκλοφορία ετερογενών πρωτεϊνών μικροβιακής ή μη προέλευσης (λοιμώδης πυρετός, εμβολιασμοί, πρωτεϊνοθεραπεία κ.ά.) ενδοκρινών δυσλειουργιών (υπερθυρεοειδισμός), απορρόφησης τοξινών από το έντερο, ανεπαρκούς αποβολής θερμότητας (θερμοπληξία), αφυδάτωσης του οργανισμού. Κατά την άποψη μερικών μελετητών, ο π. οφείλεται σε αλλοίωση των θερμορρυθμιστικών νευρικών κέντρων, υπό την επίδραση ετερογενών τοξικών ουσιών, εξαιτίας άμεσων κακώσεων ή άλλων επιβλαβών παραγόντων· κατά τη γνώμη άλλων, η παθογένεια του π. είναι περιφερικού τύπου: σε μια αύξηση του γενικού μεταβολισμού, και κυρίως του μυϊκού, που οφείλεται στα πιο ποικίλα αίτια, δεν αντιστοιχεί ανάλογη αποβολή της παραγόμενης θερμότητας· αυτό προκαλεί την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου μερικοί ερευνητές έχουν επισημάνει στο αίμα ασθενών με πυρετό μερικά υπερμικροσκοπικά σωματίδια, κυρίως λευκοκυτταρικής προέλευσης· η δραστηριότητα αυτών των σωματιδίων θα εκδηλώνεται στα θερμορρυθμιστικά κέντρα. Για τους υποστηρικτές της νευρικής προέλευσής του, ο π. παραμένει μια παθητική διεργασία – από τους υπολοίπους, αντίθετα, θεωρείται ενεργός διεργασία, η οποία συνοδεύεται από ενίσχυση της φυσικής άμυνας, και γι’ αυτό, μέσα σε ορισμένα όρια, πρέπει να είναι σεβαστός.
* * *
ο, ΝΜΑ
η κατάσταση ατόμου που παρουσιάζει παθολογική ύψωση τής θερμοκρασίας τού σώματος, υπερθερμία που συνοδεύεται συχνά από γενική κακοδιαθεσία και από διάφορα συμπτώματα («πυρετοὶ ἀμφημερινοί - τριταῑοι - τεταρταῑοι» — πυρετοί που εμφανίζονται κάθε τρίτη, τέταρτη ημέρα, Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. εξαιρετική ένταση, έντονη και ασυνήθιστη δραστηριότητα (α. «αθλητικό πυρετό αναμένεται να προκαλέσει στους κατοίκους τής πόλης η διοργάνωση τού πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης» β. «ο πυρετός τού έρωτα»)
2. στον πληθ. οι πυρετοί
οι ελώδεις πυρετοί, οι πυρετοί που παρουσιάζονται σε περίπτωση ελονοσίας
3. φρ. α) «καταρρακτικός πυρετός τών προβάτων»
(κτην.) μολυσματική ασθένεια τού προβάτου που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος μεταδίδεται από τα κουνούπια και προκαλεί κυάνωση τής γλώσσας και άλλα συμπτώματα, όπως ρινίτιδες, εντερίτιδα, χωλότητα κ.λπ.
β) «ανθρακικός πυρετός»
(κτην.) ο βακτηριακός άνθρακας
γ) «γαλακτώδης πυρετός»
(κτην.) μεταδοτική νόσος που απαντά κυρίως στις παχιές γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες και χαρακτηρίζεται από γενική πάρεση, μερικές φορές και από απώλεια συνείδησης που επέρχεται τη στιγμή τού τοκετού
δ) «πυρετός τής κοιλάδας τού Ριφτ»
ιατρ. μολυσματική, τοξική νόσος κοινή στον άνθρωπο και στα μηρυκαστικά, που οφείλεται σε ιό και χαρακτηρίζεται κλινικά από διαρροϊκή εντερίτιδα και εμετούς και ανατομικά από νεκρωτικές βλάβες τού ήπατος
αρχ.
φλογερή θερμότητα, κάψα («φέρει πολλὺν πυρετὸν δειλοῑσι βροτοῑσιν [ενν. ο Σείριος]», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ετος (πρβλ. νιφ-ετός, πάχ-ετος, συρφ-ετός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πυρετός — burning heat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετός — burning heat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο …   Dictionary of Greek

  • Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… …   Dictionary of Greek

  • Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”